- ηλεκτροτυπία
- η полигр, гальваностереотипия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλεκτροτυπία — η τεχνολ. μέθοδος κατασκευής τυπογραφικών μητρών με τη γαλβανοπλαστική μέθοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrotyping < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + typing (πρβλ. τυπια < τυπος < τύπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην… … Dictionary of Greek
ηλεκτροτυπία — η η κατασκευή μητρών με τη χρησιμοποίηση της γαλβανοπλαστικής, οι οποίες χρησιμοποιούνται στην τυπογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτροτυπικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροτυπία 2. αυτός που γίνεται κατά την ηλεκτροτυπία. επίρρ... ηλεκτροτυπικώς ή ά με ηλεκτροτυπικό τρόπο … Dictionary of Greek
ηλεκτροτυπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροτυπία (βλ. λ.), που γίνεται κατά την ηλεκτροτυπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek